Ιστορική αναδρομή
(Απόσπασμα από τη μελέτη "Κριτήρια επιμόρφωσης-πιστοποίησης υπευθύνων Εργαστηριακών Κέντρων Φυσικών Επιστημών (ΕΚΦΕ) για την ενεργή αξιοποίηση των εργαστηριακών διδακτικών εργαλείων στο Ενιαίο Λύκειο, ΤΕΕ, Γυμνάσιο και Δημοτικό")
Επιχειρώντας μια αναδρομή στον τρόπο διδασκαλίας των μαθημάτων των φυσικών επιστημών στα σχολεία μας την τελευταία 30ετία, παρατηρούμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του '80 αναπτύχθηκε σε μικρό αριθμό δημόσιων σχολείων, γυμνασίων κυρίως, η αποσπασματική ή/και η συστηματική πειραματική εξάσκηση των μαθητών στη Φυσική ή στα φυσικά μαθήματα, με τη μορφή του κυκλικού εργαστηρίου, χωρίς, όμως, να κατορθώσει να γενικευθεί. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στα Ενιαία Πολυκλαδικά Λύκεια (1984), που διέθεταν εργαστήρια φυσικής, χημείας, βιολογίας με (πανάκριβο) άρτιο εξοπλισμό για την εργαστηριακή άσκηση μέχρι και πέντε τετραμελών ομάδων μαθητών σε μετωπικό εργαστήριο. Τα εργαστήρια αυτά άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπονται και να μετατρέπονται σε αίθουσες διδασκαλίας παλαιού τύπου.

Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία των τότε Γενικών Επιθεωρητών του κλάδου των φυσικών και των (μετέπειτα) αντίστοιχων Σχολικών Συμβούλων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ''κέντρα φυσικών επιστημών'' όπως είναι τα άτυπα, βραχύβια, τοπικής εμβέλειας Κέντρα Ενημέρωσης Θετικών Επιστημών στην (τότε) ΙΔ΄ Ανώτατη Εκπαιδευτική Περιφέρεια (ΚΕΘΕ Αλεξανδρούπολης, ΚΕΘΕ Διδυμοτείχου) και τα παρεμφερή προς αυτά και ημι-θεσμοθετημένα, μεγαλύτερης διάρκειας, Κέντρα Διακίνησης Εποπτικών Μέσων Διδασκαλίας (ΚΔΕΜΔ Αθήνας, Σπάτων, Καλαμάτας κ.α.). Την ίδια περίοδο ιδρύθηκαν παρόμοια κέντρα και από ορισμένα Παραρτήματα της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών με τη συμβολή και φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως είναι το Κέντρο Διδασκαλίας Φυσικής Λάρισας και το Εργαστήριο Φυσικής - Χημείας Χανίων. Δηλαδή, ένα σύνολο από εθελοντικές παρεμβάσεις εκπαιδευτικών και στελεχών της εκπαίδευσης για την οργάνωση αυτο-επιμόρφωσης σε θέματα πειραματικής διδασκαλίας των μαθημάτων των φυσικών επιστημών, μόνο που ο χρόνος ζωής και δραστηριοποίησης αυτών των ''κέντρων φυσικών επιστημών'' συνέπιπτε με το χρόνο ''θητείας'' ή/ και ''αντοχής'' του εμπνευστή ή των εμπνευστών τους και όλων των εμπλεκόμενων σε αυτή την προσπάθεια.
Παράλληλα, ο τότε δημοσιευθείς βασικός νόμος 1566/1985 για την Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στο άρθρο 42 αναφέρει: «Σε κάθε σχολείο υπάρχουν και χρησιμοποιούνται εποπτικά και οπτικοακουστικά μέσα, καθώς και εργαστήρια Φυσικής και Χημείας για την εμπέδωση της διδασκαλίας των οικείων μαθημάτων». Σύμφωνα πάλι με τις Οδηγίες για τη διδακτέα ύλη κλπ. του ΚΕΜΕ/ Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (1980-1996): «Η εξοικείωση των μαθητών με τα όργανα φυσικής είναι παράγοντας απαραίτητος για την επιτυχία της διδασκαλίας του μαθήματος», αλλά και ότι: «Οι συνθήκες διδασκαλίας (της Χημείας) σε όλα σχεδόν τα Γυμνάσια της Ελλάδας δεν επιτρέπουν στους μαθητές να ασχοληθούν σε ειδική αίθουσα οι ίδιοι με τα πειράματα και να αποκτήσουν πειραματικές δεξιότητες (...). Για αυτόν τον λόγο θα ήταν σκόπιμο τα πειράματα να γίνονται στο σχολείο από τον διδάσκοντα (...)».
Η κατάσταση, που έτσι είχε διαμoρφωθεί, χαρακτηρίζονταν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ΄90:
- Από την έλλειψη λειτουργικά οργανωμένων σχολικών εργαστηριακών χώρων για τα μαθήματα των φυσικών επιστημών.
- Από αναλυτικά προγράμματα και σχολικά εγχειρίδια για τα μαθήματα των φυσικών επιστημών δευτεροβάθμιας και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που δεν προωθούσαν τη συστηματική πειραματική-εργαστηριακή διδασκαλία.
- Από την έλλειψη βασικής κατάρτισης των διδασκόντων στην εργαστηριακή και εποπτική διδασκαλία και από την έλλειψη επαρκούς γνώσης για την εκπαιδευτική τεχνολογία και την παιδαγωγική και διδακτική αξιοποίησή της.
- Από την ανυπαρξία νομοθετημένου αποκεντρωμένου φορέα, o οποίος να παρέχει συστηματικά και αδιάλειπτα την αναγκαία στήριξη στην οργάνωση του σχολικού εργαστηρίου φυσικών επιστημών, στη χρήση και τη συντήρηση των εποπτικών μέσων διδασκαλίας και μάθησης και ό,τι άλλο αναγκαίο.
Η αναγκαιότητα της ίδρυσης και λειτουργίας των ΕΚΦΕ προέκυψε στην αρχή της δεκαετίας του ΄90, από την προσπάθεια του ΥΠΕΠΘ, μέσω του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, να αλλάξει δραστικά τον μέχρι τότε ''πατροπαράδοτο'' τρόπο διδασκαλίας της φυσικής (δασκαλοκεντρική μέθοδος με ή χωρίς πείραμα επίδειξης) εισάγοντας το διαδικασιοκεντρικό, καινοτόμο πρόγραμμα PSSC Φυσική (με τη μετάφραση του συνόλου των βιβλίων του προγράμματος από την έκτη αμερικανική έκδοση).
Το πρόγραμμα PSSC Φυσική προέβλεπε την υποχρεωτική εργαστηριακή άσκηση των μαθητών (ΠΔ 360/1994). Εφαρμόστηκε πιλοτικά στις τάξεις α' και β' λυκείου σε 245 συνολικά Γενικά, Πολυκλαδικά και Τεχνικά Λύκεια σε ολόκληρη τη χώρα από το σχολικό έτος 1992-93 έως και το 1996-97.
Η εφαρμογή του προγράμματος PSSC Φυσική επέδρασε καταλυτικά στην αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων της φυσικής στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έτσι, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο εκπόνησε νέα αναλυτικά προγράμματα σπουδών φυσικών επιστημών για το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο μορφής curriculum με πειραματική/ εργαστηριακή κατεύθυνση (ΠΔ 368/1996, ΠΔ 371/1996, Αποφάσεις Αριθ. Γ2/1095/13-4-1999, Γ2/1085/19-4-1999 κ.ά.). Ταυτόχρονα, για την υποστήριξη της πειραματικής διδασκαλίας, την οργάνωση των σχολικών εργαστηρίων φυσικών επιστημών και την ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των καθηγητών των φυσικών μαθημάτων, προχώρησε στην ίδρυση και τη λειτουργία των ΕΚΦΕ για να αποτελέσουν σε επίπεδο Νομού κέντρο έρευνας, τεχνικής και παιδαγωγικής υποστήριξης της εργαστηριακής/ πειραματικής διδασκαλίας των μαθημάτων των φυσικών επιστημών και σύμβουλο για την οργάνωση των σχολικών εργαστηρίων.